ερυσίβιος

ερυσίβιος
ἐρυσίβιος, ὁ (Α) [ερυσίβη]
(επίθ. τού Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Robigus — Die bald männlich gedachte Gottheit Robigus bzw. Rubigus (lat.: Rōbīgus oder Rūbīgus) rsp. bald weiblich gedachte Gottheit Robigo bzw. Rubigo (lat.: Rōbīgo oder Rūbīgo) ist eine der zahlreichen Gottheiten der römischen Mythologie (die Ερυσιβίη… …   Deutsch Wikipedia

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ερυθίβιος — ο βλ. ερυσίβιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”